διαχρονικός

διαχρονικός
-ή, -ό
αυτός που αντέχει στο πέρασμα του χρόνου και διαρκεί απεριόριστα: Τα έργα της κλασικής μουσικής είναι διαχρονικά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”